Δυο μοντέλα για το αύριο...
Σε γενικές γραμμές έχουν διατυπωθεί περιφραστικά δυο κατευθύνσεις για την επόμενη μέρα.
Τις βασικές παραμέτρους της πρώτης έχει περιγράψει κατά καιρούς και ο
υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας. Κύριοι άξονες αυτού του
μοντέλου με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας είναι η
ενδυνάμωση και επέκταση της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας. Η
δημιουργία προϋποθέσεων για την αύξηση των επισκεπτών, την επιμήκυνση
της περιόδου των επισκέψεων αλλά κυρίως η οργάνωση των υποδομών να
φιλοξενήσει η χώρα συνταξιούχους από τις βόρειες χώρες της Ευρώπης.
Ο ιατρικός τουρισμός, όπως και ο συνεδριακός αποτελούν επίσης σημαντικές
παραμέτρους. Η αύξηση των επισκεπτών της χώρας θα βοηθήσει και την
αύξηση της κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων δημιουργώντας θέσεις εργασίας
σε πλειάδα κλάδων. Φυσικά η ανάδειξη της τουριστικής βιομηχανίας σαν
τομέα με ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας, δεν αναιρεί τις
προσπάθειες σε μια σειρά άλλες δραστηριότητες, είτε έχουν να κάνουν με
την παραγωγή πράσινης ενέργειας, είτε με τις ιχθυοκαλλιέργειες, με την
παραγωγή γεωργικών προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία ή την ελαφρά
βιομηχανία όπου υπάρχουν ενδείξεις και ενδιαφέρον για ανταγωνιστική
παραγωγή και όχι για κρατικές ή κοινοτικές επιδοτήσεις.
Το άλλο μοντέλο...
Το άλλο μοντέλο για το οποίο έχουν ακουστεί γενικές
και αποσπασματικές περιγραφές αφορά γενικά και αόριστα ένα μοντέλο
αυτάρκειας. Στο μοντέλο αυτό συμπίπτουν σημαντικά τόσο οι απόψεις της
άκρας δεξιάς όσο και της αριστεράς, της οποίας το άκρο έχει μετατεθεί
στο σύνολο σχεδόν. Το μοντέλο αυτό μιλά για δημιουργία βαριάς
βιομηχανίας σε όλους τους τομείς με βασικό προγραμματιστή και συμμέτοχο
το κράτος.
Το μοντέλο αυτό αποτελεί μια ανακύκλωση είτε μιας παραλλαγής του
μεταπολεμικού μοντέλου Παπάγου-Μαρκεζίνη είτε ανάστασης των σοβιετικών
μοντέλων που εφαρμόστηκαν και απέτυχαν στα βαλκάνια.
Καθώς όμως το μεταπολεμικό μοντέλο έλαβε χώρα σε άλλη εποχή με άλλες
προϋποθέσεις, σήμερα οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών
πλήρους αυτάρκειας θα οδηγούσε λίγο-πολύ σε μια προσπάθεια ανασύστασης
του θλιβερού αλβανικού μοντέλου του Ενβερ Χότζα.
Αν βάλουμε τους Έλληνες να παράγουν μπλουζάκια ανταγωνιζόμενοι τους Κινέζους θα κάνουμε τους Έλληνες Κινέζους.
Αν παράγεις αυτό στο οποίο είσαι καλύτερος και ανταλλάσεις το περίσσευμα
με αυτά στα οποία οι άλλοι είναι καλύτεροι τότε υπάρχει περισσότερη
τροφή για όλους. Αυτό είναι το θλιβερό μάθημα που μας έμαθε η Αλβανία
στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα
Την θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος την έχει αναπτύξει πρώτος ο Ντεϊβιντ Ρικάρντο (1772-1823).
Με απλά λόγια ο προβληματισμός έχει ως εξής...
Ας υποθέσουμε πως ο Τάκης και ο Μήτσος είναι ναυαγοί σε ένα ακατοίκητο
νησί που διαθέτει μπανάνες και ψάρια. Ο Τάκης μπορεί να πιάσει 10 ψάρια
την μέρα ενώ ο Μήτσος 5. Ο Τάκης μπορεί επίσης να μαζεύει 10 τσαμπιά
μπανάνες όσες και ο Μήτσος που εδώ τα καταφέρνει καλύτερα.
Αν δεν συνεργαστούν ο Τάκης θα μαζεύει 10 ψάρια και 10 μπανάνες. Ο
Μήτσος θα μαζεύει 10 μπανάνες και 5 ψάρια. Συνολικά θα μαζεύουν 20
μπανάνες και 15 ψάρια.
Το γεγονός πως ο Τάκης έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και στα δυο δεν σημαίνει πως τον συμφέρει να το εξασκεί.
Αν αποφασίσουν να κάνουν εμπόριο και αν υποθέσουμε πως για κάθε τσαμπί
μπανάνες που δεν πιάνει ο Τάκης μπορεί να πιάνει ένα ψάρι και ο Μήτσος
αφεθεί να μαζεύει μπανάνες, τότε αμφότεροι θα μπορούν να συγκεντρώνουν
τη μέρα 20 ψάρια και 20 μπανάνες. Αν ανταλλάσουν τα μισά θα μπορούν και
οι δύο να τρώνε περισσότερο απ’ ό,τι αν ο καθένας τα έκανε όλα μόνος
του. Αν ήταν δηλαδή αυτάρκης.
ΠΗΓΗ
http://www.capital.gr/stoupas/Article.aspx?id=1598215
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου