
Την πόρτα άνοιξες διάπλατα
κι ήρθες κοντά μου και με κοίταξες.
Να βάλεις φτερά στο κορμί σου ήθελες
να φύγεις -είπες-απ'τον ίσκιο της μοίρας
Στον γαλάζιο ορίζοντα να πας , μακριά
τον ήλιο ν'αγγίξεις, που χάνεται..............
Πριν ξημερώσει μετάνιωσες,
φοβήθηκες ίσως
του αόρατους ίσκιους του μέλλοντος
κι έμεινες εκεί
πέτρα ακίνητη στο βυθό του χρόνου,
που παρέσυρε την καρδιά σου
σε άμετρους και άτακτους χτύπους
πνίγοντας αργά την κραυγή σου
στον άγριο άνεμο,
σε μια γκρίζα καταχνιά
που σκέπασε ολότελα το κάθε φως
κι όλη τη λάμψη σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου